- πωγωνίαι
- πωγωνίαςbeardedmasc nom/voc plπωγωνίᾱͅ , πωγωνίαςbeardedmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωγωνίας — ο, ΝΑ γενειοφόρος νεοελλ. ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο β) γένος οστεοϊχθύων τής οικογένειας συανίδες αρχ. 1. αστρον. κομήτης με πώγωνα,… … Dictionary of Greek